Ένας γιατρός του ΙΚΑ, ο Λυκούργος, παίρνει την σύνταξή του, εγκαθίσταται οικογενειακώς στο χωριό της γυναίκας του και ανοίγει ιατρείο. Εκεί βρίσκεται αντιμέτωπος με μια τρομερή μαμή που ασκεί ένα είδος γενετικής ιατρικής, αποδίδοντας τα πάντα στο μάτιασμα. Η σύγκρουση είναι ανελέητη και με πολλά ευτράπελα, αφού οι χωριανοί προτιμούν το ξεμάτιασμα από τις επιστημονικές θεραπείες του γιατρού. Όταν ο γιος της μαμής, ο Δημήτρης, έρχεται στο χωριό, συμβάλει στην ύφεση του εμπόλεμου κλίματος μεταξύ μαμής και γιατρού και ο έρωτας του για την κόρη του γιατρού, θα μετατρέψει τους δύο εχθρούς σε συμπέθερους.
Ένα συμπαθητικό φτωχαδάκι από την Αμαλιάδα, ο Μανώλης, έρχεται απροειδοποίητα στην Αθήνα για να ζητήσει δανεικά από τους πλούσιους θείους του –τον κυρ-Αριστείδη και τη σύζυγό του Ασπασία–, με σκοπό να παντρέψει την αδελφή του. Ο θείος έχει κι έναν άλλο ανηψιό, ονόματι Μανώλη, ο οποίος είναι βαθύπλουτος επιχειρηματίας της Νέας Υόρκης και έχει τηλεγραφήσει ότι έρχεται στην Αθήνα. Ο κυρ-Αριστείδης σκοπεύει να παντρέψει την κόρη του Ιουλία με τον εν λόγω παραλή εξ Αμερικής. Πρώτος όμως καταφτάνει ο Μανώλης από την Αμαλιάδα, ο οποίος εκλαμβάνεται ως ο «αμερικάνος» Μανώλης, ενώ όταν καταφτάνει ο άλλος εκλαμβάνεται ως Μανώλης ο εξ Αμαλιάδος. Ακολουθεί μια σειρά παρεξηγήσεων και μια πληθώρα τραγελαφικών καταστάσεων, μέχρι να ξεδιαλυθούν όλα και να αποκατασταθεί η τάξη των πραγμάτων.